- ἴηνα
- ἴηνα, [tense] aor. 1 [voice] Act. of ἰαίνω.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἴηνα — ἴ̱ηνα , ἰαίνω heat aor ind act 1st sg ἰαίνω heat aor ind act 1st sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ιηδών — ἰηδών, όνος, ἡ (Α) χαρά («ἰηδόνες εὐφροσύναι, ἐπιθυμίαι, χαραί», Ησύχ.)· [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰη τού ρ. ιαίνω «μαλακώνω με θερμότητα» (πρβλ. αόρ. ιων. ἴηνα) + κατάλ. δών κατά το αλγη δών] … Dictionary of Greek